ἄπαγε: Difference between revisions
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
(big3_5) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἀπάγω]]. | |dgtxt=v. [[ἀπάγω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄπαγε]] (προστ. του [[απάγω]]<br />χρησιμοποιείται επιρρηματικώς) (Α)<br /><b>βλ.</b> [[απάγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:21, 29 September 2017
English (LSJ)
(imper. of ἀπάγω)
A away! begone! Lat. apage! ἄ. ἐς μακαρίαν Ar.Eq.1151; κἄπαγ' ἀπὸ τῆς ὀσφύος hands off! Id.Pax1053: abs., Luc.Prom.Es7, Am.38, etc.: rarely c. part., ἄπαγε τὰ πάρος εὐτυχήματ' αὐδῶν E.Ph.1733: pl., D.C.38.46.
German (Pape)
[Seite 273] imperat. von ἀπάγω, adverbial gebraucht: fort mit dir, packe dich! vollständig, ἄπαγε σεαυτὸν ἐκποδών Ar. Ran. 852; Equ. 1147 ἄπαγε εἰς μακαρίαν; Sp., wie Luc. Prom. 7; mit dem partic., ἄπαγε τὰ πάρος εὐτυχήματ' αὐδῶν Eur. Phoen. 1725, weg mit dem Gerede.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπαγε: κυρίως προστ. τοῦ ἀπάγω, ἀλλὰ συνήθως λαμβάνεται ἐπιρρηματικῶς ὑπονοουμένου τοῦ σεαυτόν, ὅπερ καὶ τίθεται ἐνίοτε, ἄπαγε σεαυτὸν ἐκποδῶν, «ξεκουμπίσου ἀπ’ ἐδῶ», Ἀριστοφ. Βάτρ. 853, ἄπαγ’ ἐς μακαρίαν ἐκποδών, «πήγαινε ’ς τἀνάθεμα», «κρεμνίσου ἀπ’ ἐδῶ», ἄπαγ’ ἀπό τῆς ὀσφύος, μακράν, κάτω τὰ χέρια ὁ αὐτ. Εἰρ. 1053· ἀπολ., Λουκ. Προμ. 7. Ἔρωτ. 38. κτλ.· σπανίως μετὰ μετοχῆς, ἄπαγε τὰ πάρος εὐτυχήματ’ αὐδῶν Εὐρ. Φοίν. 1733· ἢ μετά γεν. ἄπ. τοῦ νόμου Συνέσ. 161Β. Τὸ πληθ. ὡσαύτως ἀπαντᾶ παρὰ Δίωνι Κ. 38, 46. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἄπαγε· παῦσαι, ἀναχώρει».
French (Bailly abrégé)
va-t’en ! ; avec part. cesse de… !.
Étymologie: impér. de ἀπάγω.
Spanish (DGE)
v. ἀπάγω.
Greek Monolingual
ἄπαγε (προστ. του απάγω
χρησιμοποιείται επιρρηματικώς) (Α)
βλ. απάγω.