ἀνατμίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(6_20) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνατμίζομαι''': παθ., ἐξατμίζομαι, Δημόκριτ. παρ’ Ἀθην. (;) 87D. | |lstext='''ἀνατμίζομαι''': παθ., ἐξατμίζομαι, Δημόκριτ. παρ’ Ἀθην. (;) 87D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνατμίζομαι]] (Α)<br />εξατμίζομαι (για το [[χιόνι]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:21, 29 September 2017
English (LSJ)
Pass.,
A evaporate, Democr. ap. Ath.Epit.lib.ii89(vol.i p.281 Schw.).
German (Pape)
[Seite 211] verdunsten, Democr. b. Ath. II, 87.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατμίζομαι: παθ., ἐξατμίζομαι, Δημόκριτ. παρ’ Ἀθην. (;) 87D.
Greek Monolingual
ἀνατμίζομαι (Α)
εξατμίζομαι (για το χιόνι).