ἀποχρήματος: Difference between revisions
From LSJ
καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains
(big3_6) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀποχρήμᾰτος) -ον<br />[[consistente en dinero]], [[pecuniario]] ζημία A.<i>Ch</i>.277. | |dgtxt=(ἀποχρήμᾰτος) -ον<br />[[consistente en dinero]], [[pecuniario]] ζημία A.<i>Ch</i>.277. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀποχρήματος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἀποχρήματος]] [[ζημία]]» — [[αποστέρηση]] των δικαιωμάτων [[πάνω]] στην πατρική [[περιουσία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ζημία ἀ. forfeiture
A of my inheritance, A.Ch.275.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχρήματος: -ον, ὁ, ἀποχρημάτοισι ζημίαις ταυρούμενον, ὀργιζόμενον διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς πατρικῆς περιουσίας, ἄλλοι ὑπολαμβάνουσι τὸ ἀποχρήματοι ζημίαι = ἀχρήματοι τιμωρίαι, δηλ. τιμωρίαι δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 275, πρβλ. καὶ 301.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ruineux.
Étymologie: ἀπό, χρῆμα.
Spanish (DGE)
(ἀποχρήμᾰτος) -ον
consistente en dinero, pecuniario ζημία A.Ch.277.
Greek Monolingual
ἀποχρήματος, -ον (Α)
φρ. «ἀποχρήματος ζημία» — αποστέρηση των δικαιωμάτων πάνω στην πατρική περιουσία.