ἀργυρότοιχος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
(big3_6) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀργῠρότοιχος) -ον [[revestido de plata]], [[δροίτη]] A.<i>A</i>.1539. | |dgtxt=(ἀργῠρότοιχος) -ον [[revestido de plata]], [[δροίτη]] A.<i>A</i>.1539. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀργυρότοιχος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει επάργυρα τοιχώματα («ἀργυροτοίχου δροίτης» — αποδίδεται στη [[μπανιέρα]] με τα επάργυρα τοιχώματα [[μέσα]] στην οποία δολοφονήθηκε ο Αγαμέμνων, <b>Αισχ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with silver sides, δροίτη A.Ag.1539 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρότοιχος: -ον, ὁ ἀργυρᾶς ἔχων πλευράς, ἰὼ γᾶ γᾶ, εἴθ’ ἔμ’ ἐδέξω, πρὶν τόνδ’ ἐπιδεῖν ἀργυροτοίχου δροίτης κατέχοντα χαμεύνην, εἴθε νὰ με ἐδέχεσο, ὦ γῆ, πρὶν ἴδω τοῦτον κατέχοντα τὴν χαμεύνην τῆς ἀργυροπλεύρου πυέλου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1539.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux murs d’argent.
Étymologie: ἄργυρος, τοῖχος.
Spanish (DGE)
(ἀργῠρότοιχος) -ον revestido de plata, δροίτη A.A.1539.
Greek Monolingual
ἀργυρότοιχος, -ον (Α)
αυτός που έχει επάργυρα τοιχώματα («ἀργυροτοίχου δροίτης» — αποδίδεται στη μπανιέρα με τα επάργυρα τοιχώματα μέσα στην οποία δολοφονήθηκε ο Αγαμέμνων, Αισχ.).