ἀτολμία: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
(big3_7)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[falta de audacia]], [[cobardía]] (στρατόπεδα) ἔπεσεν ὑπ' ἐλασσόνων ... τῇ ἀτολμίᾳ Th.2.89, cf. 4.120, X.<i>HG</i> 5.3.22, D.C.37.32.3.<br /><b class="num">2</b> [[timidez]] τοῖς δ' ἀποθρασύνεσθαι βουλομένοις ἀτολμίαν ἡ σὴ σωφροσύνη παρεσκεύακεν D.61.20, cf. Hld.7.20.2.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[falta de audacia]], [[cobardía]] (στρατόπεδα) ἔπεσεν ὑπ' ἐλασσόνων ... τῇ ἀτολμίᾳ Th.2.89, cf. 4.120, X.<i>HG</i> 5.3.22, D.C.37.32.3.<br /><b class="num">2</b> [[timidez]] τοῖς δ' ἀποθρασύνεσθαι βουλομένοις ἀτολμίαν ἡ σὴ σωφροσύνη παρεσκεύακεν D.61.20, cf. Hld.7.20.2.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ατολμία]], η (AM [[ἀτολμία]]) [[άτολμος]]<br />[[έλλειψη]] τόλμης, [[δειλία]].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτολμία Medium diacritics: ἀτολμία Low diacritics: ατολμία Capitals: ΑΤΟΛΜΙΑ
Transliteration A: atolmía Transliteration B: atolmia Transliteration C: atolmia Beta Code: a)tolmi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of daring, cowardice, E.Fr.364 (v.l. ἀνανδρία), Th.2.89, X.HG5.3.22, etc.    2 bashfulness, D.61.20.

German (Pape)

[Seite 387] ἡ, Muthlosigkeit, Feigheit, Thuc. 4, 120; Ggstz τόλμα Xen. Hell. 5, 3, 22; öfter Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτολμία: ἡ, ἔλλειψις τόλμης, δειλία, Εὐρ. Ἀποσπ. 366 (ἄλλ. ἀνανδρία), Θουκ. 2. 89, κτλ. 2) ἁπλῶς τὸ μὴ τολμᾶν, τὸ ὑποχωρεῖν, Δημ. 1407. 14.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de hardiesse, pusillanimité.
Étymologie: ἄτολμος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 falta de audacia, cobardía (στρατόπεδα) ἔπεσεν ὑπ' ἐλασσόνων ... τῇ ἀτολμίᾳ Th.2.89, cf. 4.120, X.HG 5.3.22, D.C.37.32.3.
2 timidez τοῖς δ' ἀποθρασύνεσθαι βουλομένοις ἀτολμίαν ἡ σὴ σωφροσύνη παρεσκεύακεν D.61.20, cf. Hld.7.20.2.

Greek Monolingual

και ατολμία, η (AM ἀτολμία) άτολμος
έλλειψη τόλμης, δειλία.