ἄλοφος: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(Autenrieth) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[λόφος]]), ᾶ [[before]] λ: [[without]] [[plume]]; [[κυνέη]], Il. 10.258†. (See [[cut]] [[under]] [[λόφος]].) | |auten=([[λόφος]]), ᾶ [[before]] λ: [[without]] [[plume]]; [[κυνέη]], Il. 10.258†. (See [[cut]] [[under]] [[λόφος]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄλοφος]], -ον) [[[λόφος]]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για τόπους) αυτός που δεν έχει λόφους<br /><b>αρχ.</b><br />(για περικεφαλαίες) αυτή που δεν έχει [[λοφίο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:22, 29 September 2017
English (LSJ)
v. ἄλλοφος.
German (Pape)
[Seite 109] ohne Helmbusch, v. l. Iliad. 10, 258 κυνέην ταυρείην, ἄφαλόν τε καὶ ἄλλοφον, Scholl. Didym. ἄλλοφον: Ἀρίσταρχος ἄλοφον, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι κυνέην μὲν καταχρηστικῶς τὴν ἐκ ταυρείου δέρματος, ἄφαλον δὲ καὶ ἄλοφον κατ' ἐπιτήδευσιν, ἵνα λανθάνῃ κτἑ. – Mel. 115 (VI, 163) πήληξ.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλοφος: Ἐπ. ἄλλοφος, ον, ἄνευ λόφου, Ἰλ. Κ. 258, Ἀνθ. Π. 6. 163· ἀντίθετον τῷ εὔλοφος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans aigrette.
Étymologie: ἀ, λόφος.
English (Autenrieth)
(λόφος), ᾶ before λ: without plume; κυνέη, Il. 10.258†. (See cut under λόφος.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄλοφος, -ον) [[[λόφος]]]
νεοελλ.
(για τόπους) αυτός που δεν έχει λόφους
αρχ.
(για περικεφαλαίες) αυτή που δεν έχει λοφίο.