Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άκροτος: Difference between revisions

From LSJ
(2)
(No difference)

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκροτος, -ον)
αυτός που δεν παράγει κρότο, αθόρυβος, ακράτητος
άρχ. αυτός που δεν χειροκροτήθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κρότος.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροτία].