αὐτοπάθεια: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(big3_7) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[experiencia propia o personal]] ἐκ τῆς αὐτοπαθείας ... γίνεσθαι τῆς τῶν συγγραφέων depender de la experiencia personal de los historiadores</i> Plb.12.25h.4, διὰ τῶν ἐκ τῆς αὐτοπαθείας καὶ τριβῆς θεωρημάτων Plb.12.25i.7, cf. 3.108.2, 12.28a.6.<br /><b class="num">2</b> [[sentimiento personal]] τὰ σχετλιακὰ τῶν ἐπιρρημάτων ἐξ αὐτοπαθείας ἐκπεμπόμενα A.D.<i>Pron</i>.34.30, cf. D.H.<i>Dem</i>.22.<br /><b class="num">II</b> gram. [[reflexividad]] del verbo, A.D.<i>Synt</i>.147.21, 278.16, 306.25. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[experiencia propia o personal]] ἐκ τῆς αὐτοπαθείας ... γίνεσθαι τῆς τῶν συγγραφέων depender de la experiencia personal de los historiadores</i> Plb.12.25h.4, διὰ τῶν ἐκ τῆς αὐτοπαθείας καὶ τριβῆς θεωρημάτων Plb.12.25i.7, cf. 3.108.2, 12.28a.6.<br /><b class="num">2</b> [[sentimiento personal]] τὰ σχετλιακὰ τῶν ἐπιρρημάτων ἐξ αὐτοπαθείας ἐκπεμπόμενα A.D.<i>Pron</i>.34.30, cf. D.H.<i>Dem</i>.22.<br /><b class="num">II</b> gram. [[reflexividad]] del verbo, A.D.<i>Synt</i>.147.21, 278.16, 306.25. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[αὐτοπάθεια]]) [[αυτοπαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το παθαίνει [[κανείς]] [[κάτι]] από τον ίδιο τον εαυτό του<br /><b>2.</b> η [[ιδιότητα]] ορισμένων λέξεων ([[κυρίως]] αντωνυμιών και ρημάτων) να δηλώνουν ότι η [[ενέργεια]] του υποκειμένου επιστρέφει στο ίδιο το [[υποκείμενο]]<br /><b>αρχ.</b><br />η προσωπική [[πείρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
[πᾰ], ἡ,
A one's own experience, ἐξ αὐ. διατίθεσθαι τοὺς λόγους Plb.3.108.2, cf. D.H.Dem. 22, Plu.Lib.1; = ἰδιοπάθεια, primary affection, Gal.8.78. 2 Gramm., of words that are reflexive, opp. transitive, A.D.Synt.147.21.
German (Pape)
[Seite 399] ἡ, Selbsterfahrung, Ueberzeugung, Pol. 3, 108; ἡ ἐκ τῆς πλάνης καὶ θέας 12, 28; τινὸς ἔχειν Dion. Hal. de vi Dem. 22; Selbstempfindung, Plut. frg. I, 1.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοπάθεια: ἡ, ἐξ αὐτοπαθείας, ἐξ ἰδίας πείρας, Πολύβ. 3. 108, 2· αὐτοῦ λέγοντος ἐκείνου τὰ ἑαυτοῦ μετὰ τῆς ἀξιώσεως, ἧς εἶχε τὴν αὐτοπάθειαν Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 1023. 2) παρὰ γραμμ., ἐπὶ λέξεων αὐτοπαθῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς μεταβατ., Ἀπολλών. π. Συντ. 147.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 sentiment personnel, expérience personnelle;
2 t. de gramm. qualité des mots réfléchis (p. opp. à celle des mots transitifs).
Étymologie: αὐτοπαθής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I 1experiencia propia o personal ἐκ τῆς αὐτοπαθείας ... γίνεσθαι τῆς τῶν συγγραφέων depender de la experiencia personal de los historiadores Plb.12.25h.4, διὰ τῶν ἐκ τῆς αὐτοπαθείας καὶ τριβῆς θεωρημάτων Plb.12.25i.7, cf. 3.108.2, 12.28a.6.
2 sentimiento personal τὰ σχετλιακὰ τῶν ἐπιρρημάτων ἐξ αὐτοπαθείας ἐκπεμπόμενα A.D.Pron.34.30, cf. D.H.Dem.22.
II gram. reflexividad del verbo, A.D.Synt.147.21, 278.16, 306.25.
Greek Monolingual
η (Α αὐτοπάθεια) αυτοπαθής
νεοελλ.
1. το παθαίνει κανείς κάτι από τον ίδιο τον εαυτό του
2. η ιδιότητα ορισμένων λέξεων (κυρίως αντωνυμιών και ρημάτων) να δηλώνουν ότι η ενέργεια του υποκειμένου επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο
αρχ.
η προσωπική πείρα.