ἀφαρμάκευτος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(big3_8)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no medicado]], [[no purgado]] de pers. ἐᾶν ἀφαρμάκευτον εἶναι Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 27.<br /><b class="num">2</b> [[que no utiliza fármacos]] ἰατρὸς ἀ. ὁ [[δεσπότης]] Χριστός Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.373A<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. [[sin fármacos o tintes]], [[naturalmente]] (τρίχες) ξανθίζουσαι δὲ ἀφαρμάκευτα Alciphr.<i>Fr</i>.5.4.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no medicado]], [[no purgado]] de pers. ἐᾶν ἀφαρμάκευτον εἶναι Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 27.<br /><b class="num">2</b> [[que no utiliza fármacos]] ἰατρὸς ἀ. ὁ [[δεσπότης]] Χριστός Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.373A<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. [[sin fármacos o tintes]], [[naturalmente]] (τρίχες) ξανθίζουσαι δὲ ἀφαρμάκευτα Alciphr.<i>Fr</i>.5.4.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀφαρμάκευτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν φαρμακώθηκε, που δεν δηλητηριάστηκε<br /><b>2.</b> όποιος δεν δοκίμασε πίκρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ή που δεν πήρε [[φάρμακο]] ή [[γιατρικό]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα» — [[χωρίς]] βαφές ή καλλυντικά.
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφαρμάκευτος Medium diacritics: ἀφαρμάκευτος Low diacritics: αφαρμάκευτος Capitals: ΑΦΑΡΜΑΚΕΥΤΟΣ
Transliteration A: apharmákeutos Transliteration B: apharmakeutos Transliteration C: afarmakeftos Beta Code: a)farma/keutos

English (LSJ)

[μᾰ], ον,

   A without medicine, not physicked, Hp.Acut. (Sp.) 27; without cosmetics, ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Alciphr.Fr.5.4.

German (Pape)

[Seite 407] ohne Arznei, Gift, Hippocr.; ungefärbt, τρίχες Alciphr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαρμάκευτος: -ον, ἄνευ φαρμάκου, ἐᾶν ἀφαρμάκευτον εἶναι Ἱππ. 401. 15· ἄνευ καλλωπιστικῶν φαρμάκων, ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα Ἀλκίφρων Ἀποσπ. 5. 4· ― ὁ ἄνευ φαρμάκων θεραπεύων, Ἰατρὸν ἀφαρμάκευτον, ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ, Βασίλ. Σελ. λογ. 35. σ. 180.

Spanish (DGE)

-ον
1 no medicado, no purgado de pers. ἐᾶν ἀφαρμάκευτον εἶναι Hp.Acut.(Sp.) 27.
2 que no utiliza fármacos ἰατρὸς ἀ. ὁ δεσπότης Χριστός Bas.Sel.Or.M.85.373A
neutr. plu. como adv. sin fármacos o tintes, naturalmente (τρίχες) ξανθίζουσαι δὲ ἀφαρμάκευτα Alciphr.Fr.5.4.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀφαρμάκευτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν φαρμακώθηκε, που δεν δηλητηριάστηκε
2. όποιος δεν δοκίμασε πίκρες
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ή που δεν πήρε φάρμακο ή γιατρικό
2. φρ. «ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα» — χωρίς βαφές ή καλλυντικά.