ἀφθώδης: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ες<br />[[que padece ulceraciones]] e.d. [[que tiene aftas]], [[aftoso]] στόματα ἀφθώδεα Hp.<i>Epid</i>.3.3, cf. <i>Coac</i>.533, ῥεύματα ἀφθώδεα Hp.<i>Coac</i>.504, 518, 528, πρὸς ἕλκη καὶ τὰ ἀφθώδη Crit.Hist. en Gal.12.933. | |dgtxt=-ες<br />[[que padece ulceraciones]] e.d. [[que tiene aftas]], [[aftoso]] στόματα ἀφθώδεα Hp.<i>Epid</i>.3.3, cf. <i>Coac</i>.533, ῥεύματα ἀφθώδεα Hp.<i>Coac</i>.504, 518, 528, πρὸς ἕλκη καὶ τὰ ἀφθώδη Crit.Hist. en Gal.12.933. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[ἀφθώδης]], -ες) [[άφθα]]<br />αυτός που παρουσιάζει άφθες, («αφθώδες [[στόμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[αφθώδης]] [[πυρετός]]» — αρρώστεια που οφείλεται σε ιό, προσβάλλει μόνο τα δίχηλα ζώα, [[ήμερα]] και άγρια, και εμφανίζεται με εξελκώσεις στο [[στόμα]], στον μαστό και στα [[άκρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A suffering from ἄφθαι, στόματα Hp.Epid.3.3.
German (Pape)
[Seite 410] ες, mit dem Ausschlag ἄφθα behaftet, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφθώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων ἄφθας, ὁ πάσχων ἐξ αὐτῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1083.
Spanish (DGE)
-ες
que padece ulceraciones e.d. que tiene aftas, aftoso στόματα ἀφθώδεα Hp.Epid.3.3, cf. Coac.533, ῥεύματα ἀφθώδεα Hp.Coac.504, 518, 528, πρὸς ἕλκη καὶ τὰ ἀφθώδη Crit.Hist. en Gal.12.933.
Greek Monolingual
-ες (Α ἀφθώδης, -ες) άφθα
αυτός που παρουσιάζει άφθες, («αφθώδες στόμα»)
νεοελλ.
φρ. «αφθώδης πυρετός» — αρρώστεια που οφείλεται σε ιό, προσβάλλει μόνο τα δίχηλα ζώα, ήμερα και άγρια, και εμφανίζεται με εξελκώσεις στο στόμα, στον μαστό και στα άκρα.