ἀχαράκωτος: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no protegido por empalizada]] τόπος Plb.10.11.2, cf. Plu.<i>Mar</i>.20<br /><b class="num">•</b>fig. [[desprotegido]] de pers., Philostr.<i>VA</i> 5.35.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin protegerse con empalizada]] ηὐλίσατο ἐν κώπῃ παρὰ τὸ πεδίον ἀ. App.<i>BC</i> 3.70. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no protegido por empalizada]] τόπος Plb.10.11.2, cf. Plu.<i>Mar</i>.20<br /><b class="num">•</b>fig. [[desprotegido]] de pers., Philostr.<i>VA</i> 5.35.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin protegerse con empalizada]] ηὐλίσατο ἐν κώπῃ παρὰ τὸ πεδίον ἀ. App.<i>BC</i> 3.70. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀχαράκωτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει [[κανείς]], που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα<br /><b>2.</b> (για [[αμπέλι]]) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει [[χαράκωμα]], δεν έχουν χαρακώσει το [[στέλεχος]], το [[κούρβουλο]] (για να κάνει μεγάλες ρόγες)<br /><b>3.</b> ο [[αχάρακτος]], όποιος δεν έχει χαραχτεί με αιχμηρό [[εργαλείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άφραχτος, [[ανοχύρωτος]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] φίλους, [[απροστάτευτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
[ρᾰ], ον,
A not palisaded, Plb.10.11.2, Plu.Mar.20: metaph., defenceless, friendless, Philostr.VA5.35. Adv. -τως, αὐλίσασθαι App.BC3.70.
German (Pape)
[Seite 417] nicht verpallisadirt, unbefestigt, Pol. 10, 11; Plut. Mar. 20. – Adv. -κώτως, App.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχᾰράκωτος: -ον, ὁ μὴ κεχαρακωμένος, ὁ ἄνευ χαρακωμάτων, Πολύβ. 10. 11, 2, Πλουτ. Μάρ. 20. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀππιαν. Ἐμφ. 3. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non garni de palissades.
Étymologie: ἀ, χαρακόω.
Spanish (DGE)
-ον
1 no protegido por empalizada τόπος Plb.10.11.2, cf. Plu.Mar.20
•fig. desprotegido de pers., Philostr.VA 5.35.
2 adv. -ως sin protegerse con empalizada ηὐλίσατο ἐν κώπῃ παρὰ τὸ πεδίον ἀ. App.BC 3.70.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀχαράκωτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει κανείς, που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα
2. (για αμπέλι) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει χαράκωμα, δεν έχουν χαρακώσει το στέλεχος, το κούρβουλο (για να κάνει μεγάλες ρόγες)
3. ο αχάρακτος, όποιος δεν έχει χαραχτεί με αιχμηρό εργαλείο
αρχ.
1. άφραχτος, ανοχύρωτος
2. χωρίς φίλους, απροστάτευτος.