βαβάκτης: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
(big3_8) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(βᾰβάκτης) -ου<br />[[bullanguero]], [[bullicioso]] de Dioniso Πάν Cratin.359, [[Βάκχος]] Corn.<i>ND</i> 30, cf. Hsch., Phot.β 6, <i>EM</i> 183.45.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá rel. c. la familia expresiva de [[βαβάζω]]. Por su rel. c. el culto de Dióniso tb. se piensa en un posible origen lid. | |dgtxt=(βᾰβάκτης) -ου<br />[[bullanguero]], [[bullicioso]] de Dioniso Πάν Cratin.359, [[Βάκχος]] Corn.<i>ND</i> 30, cf. Hsch., Phot.β 6, <i>EM</i> 183.45.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá rel. c. la familia expresiva de [[βαβάζω]]. Por su rel. c. el culto de Dióniso tb. se piensa en un posible origen lid. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βαβάκτης]], ο (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που γλεντάει θορυβωδώς (αποδίδεται στον Πάνα ή στον Διόνυσο)<br /><b>2.</b> [[χορευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. λόγω της σημασίας της συνδέεται πιθ. με την εκφραστική [[ομάδα]] των [[βαβάζω]], [[βαβαί]], [[βάβακος]], [[βάζω]] κ.ά., ενώ η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για λ. λυδικής προελεύσεως, εάν συσχετιστεί με μία [[προσωνυμία]] του Βάκχου, οφείλεται [[μάλλον]] σε [[παρετυμολογία]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
A reveller, of Pan, Cratin.321, cf. Eust.1431.46; of Dionysus, Corn.ND30; expld. by ὀρχηστής, EM183.45, Hsch.
German (Pape)
[Seite 423] ὁ, 1) Schreier, Schwätzer, VLL; auch Sänger, Hesych. – 2) Tänzer, voc. βαβάκτα Cratin. E. M. 183, 42.
Spanish (DGE)
(βᾰβάκτης) -ου
bullanguero, bullicioso de Dioniso Πάν Cratin.359, Βάκχος Corn.ND 30, cf. Hsch., Phot.β 6, EM 183.45.
• Etimología: Quizá rel. c. la familia expresiva de βαβάζω. Por su rel. c. el culto de Dióniso tb. se piensa en un posible origen lid.
Greek Monolingual
βαβάκτης, ο (AM)
1. αυτός που γλεντάει θορυβωδώς (αποδίδεται στον Πάνα ή στον Διόνυσο)
2. χορευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. λόγω της σημασίας της συνδέεται πιθ. με την εκφραστική ομάδα των βαβάζω, βαβαί, βάβακος, βάζω κ.ά., ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για λ. λυδικής προελεύσεως, εάν συσχετιστεί με μία προσωνυμία του Βάκχου, οφείλεται μάλλον σε παρετυμολογία].