οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
το 1. το πρόσωπο της αλεπούς2. (για πρόσωπα) πονηρός, δόλιος, πανούργος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + μούτρο].