δενδροκολάπτης: Difference between revisions
From LSJ
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ orn. [[picatroncos]], [[pájaro carpintero]] tb. llamado [[δρυοκολάπτης]] y [[δενδροκόλαφος]] qq.u. <i>Cyran</i>.1.4.10, 3.12.2, δ.· picus</i>, <i>Gloss</i>.2.150. | |dgtxt=-ου, ὁ orn. [[picatroncos]], [[pájaro carpintero]] tb. llamado [[δρυοκολάπτης]] y [[δενδροκόλαφος]] qq.u. <i>Cyran</i>.1.4.10, 3.12.2, δ.· picus</i>, <i>Gloss</i>.2.150. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[δενδροκολάπτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρό εντομοφάγο Πτηνό της Νότιας Αμερικής<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />εντομοφάγο Πτηνό που τρέφεται από τα Έντομα τα οποία φωλιάζουν στον φλοιό τών δένδρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]] <span style="color: red;">+</span> [[κολάπτω]] «[[κτυπώ]], [[τσιμπώ]] με το [[ράμφος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[δρυοκολάπτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A woodpecker, Gloss.
German (Pape)
[Seite 546] ὁ, Baumhacker, Specht.
Greek (Liddell-Scott)
δενδροκολάπτης: ὁ, = δρυοκολάπτης, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ orn. picatroncos, pájaro carpintero tb. llamado δρυοκολάπτης y δενδροκόλαφος qq.u. Cyran.1.4.10, 3.12.2, δ.· picus, Gloss.2.150.
Greek Monolingual
ο (AM δενδροκολάπτης)
νεοελλ.
μικρό εντομοφάγο Πτηνό της Νότιας Αμερικής
αρχ.-μσν.
εντομοφάγο Πτηνό που τρέφεται από τα Έντομα τα οποία φωλιάζουν στον φλοιό τών δένδρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + κολάπτω «κτυπώ, τσιμπώ με το ράμφος» (πρβλ. δρυοκολάπτης)].