γύπας: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(big3_10)
 
(8)
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=ἀζώστους, ἀνασεσυρμένους Hsch., cf. [[γύπωνες]].
|dgtxt=ἀζώστους, ἀνασεσυρμένους Hsch., cf. [[γύπωνες]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM γύψ, Μ και [[γύπας]])<br />αρπακτικό [[πουλί]] που μοιάζει με αετό, όρνιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία πουλιού (<b>[[πρβλ]].</b> [[γλαυξ]], [[γρυψ]], [[σκωψ]]). Στον τ. <i>γυψ</i> απαντά το θ. <i>γυ</i>- «[[οτιδήποτε]] κυρτωμένο, [[σπηλιά]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[γύαλον]]) με [[παρέκταση]] σε -<i>π</i>-, πιθ. εξαιτίας του κυρτού ράμφους ή τών νυχιών του πουλιού].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Spanish (DGE)

ἀζώστους, ἀνασεσυρμένους Hsch., cf. γύπωνες.

Greek Monolingual

ο (AM γύψ, Μ και γύπας)
αρπακτικό πουλί που μοιάζει με αετό, όρνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία πουλιού (πρβλ. γλαυξ, γρυψ, σκωψ). Στον τ. γυψ απαντά το θ. γυ- «οτιδήποτε κυρτωμένο, σπηλιά» (πρβλ. γύαλον) με παρέκταση σε -π-, πιθ. εξαιτίας του κυρτού ράμφους ή τών νυχιών του πουλιού].