δορίγαμβρος: Difference between revisions

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
(big3_12)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />[[casada entre lanzas]], es decir, [[cuya boda provoca guerras]] Ἑλένα A.<i>A</i>.687.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />[[casada entre lanzas]], es decir, [[cuya boda provoca guerras]] Ἑλένα A.<i>A</i>.687.
}}
{{grml
|mltxt=[[δορίγαμβρος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «τὰν δορίγαμβρον... Ἐλέναν» — την Ελένη που με τον γάμο της ξεσήκωσε πόλεμο ή «...που πολέμησαν [[ποιός]] θα τήν πάρει» (Αισχ).
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐγαμβρος Medium diacritics: δορίγαμβρος Low diacritics: δορίγαμβρος Capitals: ΔΟΡΙΓΑΜΒΡΟΣ
Transliteration A: dorígambros Transliteration B: dorigambros Transliteration C: dorigamvros Beta Code: dori/gambros

English (LSJ)

ον,

   A bride of battles, i.e. causing war by marriage, or wooed by battle, of Helen, A.Ag.686 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 658] heißt Helena, Aesch. Ag 672, durch ihre Vermählung Krieg erregend.

Greek (Liddell-Scott)

δορίγαμβρος: [ῐ], -ον, περὶ τῆς Ἑλένης, ἡ γενομένη αἰτία πολέμου ἕνεκα τοῦ γάμου ἢ ἠ διὰ μάχης κτηθεῖσα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 686.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que son époux réclame la lance à la main.
Étymologie: δόρυ, γαμβρός.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
casada entre lanzas, es decir, cuya boda provoca guerras Ἑλένα A.A.687.

Greek Monolingual

δορίγαμβρος, -ον (Α)
φρ. «τὰν δορίγαμβρον... Ἐλέναν» — την Ελένη που με τον γάμο της ξεσήκωσε πόλεμο ή «...που πολέμησαν ποιός θα τήν πάρει» (Αισχ).