εἴσκειμαι: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(6_22) |
(10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἴσκειμαι''': ὡς παθ. τοῦ [[εἰστίθημι]], εἶμαι τιθειμένος [[ἐντός]], [[ἔγκειμαι]], [[ἐπειδὴ]] δὲ αἱ [[νῆες]] πλήρεις ἦσαν καὶ ἐσέκειτο πάντα ἤδη ὅσα ἔχοντες ἔμελλον ἀνάξεσθαι Θουκ. 6. 32· πρβλ. [[ἔγκειμαι]] Ι. 1, καὶ ἴδε τὴν πρόθεσιν εἰς Ι. 2. | |lstext='''εἴσκειμαι''': ὡς παθ. τοῦ [[εἰστίθημι]], εἶμαι τιθειμένος [[ἐντός]], [[ἔγκειμαι]], [[ἐπειδὴ]] δὲ αἱ [[νῆες]] πλήρεις ἦσαν καὶ ἐσέκειτο πάντα ἤδη ὅσα ἔχοντες ἔμελλον ἀνάξεσθαι Θουκ. 6. 32· πρβλ. [[ἔγκειμαι]] Ι. 1, καὶ ἴδε τὴν πρόθεσιν εἰς Ι. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εἴσκειμαι]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[είμαι]] [[κοντά]], [[πλησιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είμαι]] τοποθετημένος [[μέσα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
used as Pass. of εἰστίθημι,
A to be put on board ship, Th. 6.32.
German (Pape)
[Seite 743] hineingelegt sein, darin liegen, Her. 2, 73 Thuc. 6, 32.
Greek (Liddell-Scott)
εἴσκειμαι: ὡς παθ. τοῦ εἰστίθημι, εἶμαι τιθειμένος ἐντός, ἔγκειμαι, ἐπειδὴ δὲ αἱ νῆες πλήρεις ἦσαν καὶ ἐσέκειτο πάντα ἤδη ὅσα ἔχοντες ἔμελλον ἀνάξεσθαι Θουκ. 6. 32· πρβλ. ἔγκειμαι Ι. 1, καὶ ἴδε τὴν πρόθεσιν εἰς Ι. 2.
Greek Monolingual
εἴσκειμαι (AM)
μσν.
είμαι κοντά, πλησιάζω
αρχ.
είμαι τοποθετημένος μέσα.