εἰσαποβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source
(big3_13)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[desembarcar en]] c. ac. εἰσαπέβαν νήσους A.R.4.650, cf. 1781.
|dgtxt=[[desembarcar en]] c. ac. εἰσαπέβαν νήσους A.R.4.650, cf. 1781.
}}
{{grml
|mltxt=[[εἰσαποβαίνω]] (Α)<br />[[πηγαίνω]] από έναν [[τόπο]] σε άλλον.
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσαποβαίνω Medium diacritics: εἰσαποβαίνω Low diacritics: εισαποβαίνω Capitals: ΕΙΣΑΠΟΒΑΙΝΩ
Transliteration A: eisapobaínō Transliteration B: eisapobainō Transliteration C: eisapovaino Beta Code: ei)sapobai/nw

English (LSJ)

   A pass out to.., c. acc., A.R.4.650, etc.

German (Pape)

[Seite 740] (s. βαίνω), aussteigen u. hineingehen; νήσους Ap. Rh. 4, 650; ἐκ δὲ τόθεν Ῥοδανοῖο ῥόον εἰσαπέβησαν 4, 627.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσαποβαίνω: ἀποβαίνω ἀπό τινος μέρους εἰς ἄλλο, μετ’ αἰτ., ἐκ δὲ τόθεν Ροδανοῖο βαθὺν ῥόον εἰσαπέβησαν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 625.

Spanish (DGE)

desembarcar en c. ac. εἰσαπέβαν νήσους A.R.4.650, cf. 1781.

Greek Monolingual

εἰσαποβαίνω (Α)
πηγαίνω από έναν τόπο σε άλλον.