ἐκκρήμναμαι: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_1) |
(10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκρήμναμαι''': [[ἐκκρέμαμαι]], [[μετὰ]] γεν., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 520· νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας [[ἡδέως]] ἐκκρημνάμεσθα καὶ [[προσεννέπω]] πύλας, νῦν δὲ καὶ τῶν ῥόπτρων [[ἡδέως]] ἀντέχομαι καὶ [[ἀποχαιρετίζω]] τὰς πύλας, ὁ αὐτ. Ἴων 1612· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ ἐνεργ. μετοχ. ἐκκρημνάς, Ἰαμβλ. [[βίος]] Πυθ. 238. | |lstext='''ἐκκρήμναμαι''': [[ἐκκρέμαμαι]], [[μετὰ]] γεν., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 520· νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας [[ἡδέως]] ἐκκρημνάμεσθα καὶ [[προσεννέπω]] πύλας, νῦν δὲ καὶ τῶν ῥόπτρων [[ἡδέως]] ἀντέχομαι καὶ [[ἀποχαιρετίζω]] τὰς πύλας, ὁ αὐτ. Ἴων 1612· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ ἐνεργ. μετοχ. ἐκκρημνάς, Ἰαμβλ. [[βίος]] Πυθ. 238. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκκρήμναμαι]] (Α)<br />κρεμιέμαι από [[κάπου]], εξαρτιέμαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
or ἔκκρεμ-κριμν-,
A = ἐκκρέμαμαι, v.l. in Hp.Art.76 : c. gen., E.HF520 ; ῥόπτρων χέρας ἐκκρημνάμεσθα we hang on to the doorknocker by the hands, Id.Ion1612 :—later in Act. part. ἐκκρημνάς or -κριμνάς hanging up, Iamb.VP33.238.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκρήμναμαι: ἐκκρέμαμαι, μετὰ γεν., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 520· νῦν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρημνάμεσθα καὶ προσεννέπω πύλας, νῦν δὲ καὶ τῶν ῥόπτρων ἡδέως ἀντέχομαι καὶ ἀποχαιρετίζω τὰς πύλας, ὁ αὐτ. Ἴων 1612· - ὡσαύτως ἐν τῇ ἐνεργ. μετοχ. ἐκκρημνάς, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 238.
Greek Monolingual
ἐκκρήμναμαι (Α)
κρεμιέμαι από κάπου, εξαρτιέμαι.