ἐκσκάπτω: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=tr. [[excavar]], [[sacar cavando]] ὁ χοῦς ὃν ἐξέσκαψεν ... ὁ γεωργός μου ... ἀπὸ τῶν ἐδαφῶν μου <i>POxy</i>.1758.10 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[descombrar]], [[desatorar]] un canal de riego obstruido por tierra caída τὸν ὑδραγωγόν <i>PTeb</i>.50.40, cf. 23 (II d.C.), en v. pas. ἐξεσκαμμέναι κοιλότητες, ὥσπερ βόθυνοι huecos hondos, como hoyos</i> en una articulación, Gal.18(2).618. | |dgtxt=tr. [[excavar]], [[sacar cavando]] ὁ χοῦς ὃν ἐξέσκαψεν ... ὁ γεωργός μου ... ἀπὸ τῶν ἐδαφῶν μου <i>POxy</i>.1758.10 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[descombrar]], [[desatorar]] un canal de riego obstruido por tierra caída τὸν ὑδραγωγόν <i>PTeb</i>.50.40, cf. 23 (II d.C.), en v. pas. ἐξεσκαμμέναι κοιλότητες, ὥσπερ βόθυνοι huecos hondos, como hoyos</i> en una articulación, Gal.18(2).618. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἐκσκάπτω]])<br /><b>1.</b> σκάβοντας [[βγάζω]] από τη γη, [[εξορύσσω]], [[ξεθάβω]], ξεσκάβω<br /><b>2.</b> [[σκάβω]] και [[ανοίγω]] [[κοίλωμα]], όρυγμα ή τάφρο, [[εκχωματίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
A dig out, PTeb.50.23 (ii B.C.) ; χοῦν POxy.1758.10 (ii A. D.) :—Pass., to be hollowed out, ἐξεσκαμμέναι κοιλότητες Gal.18(2).618.
German (Pape)
[Seite 778] ausgraben, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσκάπτω: ἐξορύττω, Γαλην. 12. σ. 261.
Spanish (DGE)
tr. excavar, sacar cavando ὁ χοῦς ὃν ἐξέσκαψεν ... ὁ γεωργός μου ... ἀπὸ τῶν ἐδαφῶν μου POxy.1758.10 (II d.C.)
•descombrar, desatorar un canal de riego obstruido por tierra caída τὸν ὑδραγωγόν PTeb.50.40, cf. 23 (II d.C.), en v. pas. ἐξεσκαμμέναι κοιλότητες, ὥσπερ βόθυνοι huecos hondos, como hoyos en una articulación, Gal.18(2).618.
Greek Monolingual
(AM ἐκσκάπτω)
1. σκάβοντας βγάζω από τη γη, εξορύσσω, ξεθάβω, ξεσκάβω
2. σκάβω και ανοίγω κοίλωμα, όρυγμα ή τάφρο, εκχωματίζω.