Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δυσικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(big3_12)
(10)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[occidental]], [[de poniente]] πύλαι Hierocl.<i>Facet</i>.110, [[ἄνεμος]] Sch.Opp.<i>H</i>.1.793, δυσικοῦ ὄντος ἡλίου en la puesta de sol</i> Ps.Callisth.3.35Γ<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. punto celeste [[descendente]], <i>PLond</i>.98.51 (I/II d.C.).
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[occidental]], [[de poniente]] πύλαι Hierocl.<i>Facet</i>.110, [[ἄνεμος]] Sch.Opp.<i>H</i>.1.793, δυσικοῦ ὄντος ἡλίου en la puesta de sol</i> Ps.Callisth.3.35Γ<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. punto celeste [[descendente]], <i>PLond</i>.98.51 (I/II d.C.).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δυσικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[δυτικός]], [[προς]] τη [[δύση]]<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από τη [[δύση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] που ανήκει ή αναφέρεται στη Δυτική, στην Καθολική Εκκλησία.
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσικός Medium diacritics: δυσικός Low diacritics: δυσικός Capitals: ΔΥΣΙΚΟΣ
Transliteration A: dysikós Transliteration B: dysikos Transliteration C: dysikos Beta Code: dusiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = δυτικός, PLond.1.98.51.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
occidental, de poniente πύλαι Hierocl.Facet.110, ἄνεμος Sch.Opp.H.1.793, δυσικοῦ ὄντος ἡλίου en la puesta de sol Ps.Callisth.3.35Γ
subst. τὸ δ. punto celeste descendente, PLond.98.51 (I/II d.C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δυσικός, -ή, -όν)
1. δυτικός, προς τη δύση
2. αυτός που προέρχεται από τη δύση
μσν.
εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στη Δυτική, στην Καθολική Εκκλησία.