χώνευμα: Difference between revisions

From LSJ

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source
(6_21)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χώνευμα''': τό, [[ἔργον]] χωνευτόν, χυτὸν [[εἴδωλον]], Ἑβδ. (Δευτ. Θ΄, 12, κ. ἀλλ.).
|lstext='''χώνευμα''': τό, [[ἔργον]] χωνευτόν, χυτὸν [[εἴδωλον]], Ἑβδ. (Δευτ. Θ΄, 12, κ. ἀλλ.).
}}
{{grml
|mltxt=-εύματος, το, ΝΜΑ, και χώνεμα Ν [[χωνεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πέψη]], [[χώνευση]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με μέταλλα) [[τήξη]]<br /><b>3.</b> [[καύση]] διαφόρων αντικειμένων ώσπου να μετατραπούν σε [[στάχτη]], [[αποτέφρωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />χυτό [[δημιούργημα]].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χώνευμα Medium diacritics: χώνευμα Low diacritics: χώνευμα Capitals: ΧΩΝΕΥΜΑ
Transliteration A: chṓneuma Transliteration B: chōneuma Transliteration C: chonevma Beta Code: xw/neuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A molten-work, molten image, LXX De.9.12, al., PLeid.X.21 B.

German (Pape)

[Seite 1386] τό, das Geschmolzene, aus geschmolzenem Metall Gemachte, Gußarbeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χώνευμα: τό, ἔργον χωνευτόν, χυτὸν εἴδωλον, Ἑβδ. (Δευτ. Θ΄, 12, κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

-εύματος, το, ΝΜΑ, και χώνεμα Ν χωνεύω
νεοελλ.
1. πέψη, χώνευση
2. (σχετικά με μέταλλα) τήξη
3. καύση διαφόρων αντικειμένων ώσπου να μετατραπούν σε στάχτη, αποτέφρωση
μσν.-αρχ.
χυτό δημιούργημα.