ψαμμώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />plein de sable.<br />'''Étymologie:''' [[ψάμμος]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />plein de sable.<br />'''Étymologie:''' [[ψάμμος]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[ψαμμώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[ψάμμος]]<br />[[αμμώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ψαμμώδη</i><br />το αμμώδες [[ίζημα]] τών ούρων.
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαμμώδης Medium diacritics: ψαμμώδης Low diacritics: ψαμμώδης Capitals: ΨΑΜΜΩΔΗΣ
Transliteration A: psammṓdēs Transliteration B: psammōdēs Transliteration C: psammodis Beta Code: yammw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A sandy, Hdt.2.32, Aen.Tact. 8.2: τὰ ψ. sandy sediment in the urine, gravel, Hp.Aph.4.79, Gal. 6.571; called ψ. ὑποστάσεις by Id.17(1).836.

German (Pape)

[Seite 1391] ες, zsgzgn statt ψαμμοειδής, auch = sandig, sandreich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψαμμώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ ψαμμοειδής, ἀμμώδης, Ἡρόδ. 2. 32· ― τὰ ψαμμώδη, ἀμμῶδες καθίζημα τῶν οὔρων, Ἱππ. Ἀφορ. 1252· λέγονται καὶ ψ. ὑποστάσεις παρὰ Γαληνῷ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
plein de sable.
Étymologie: ψάμμος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / ψαμμώδης, -ῶδες, ΝΑ ψάμμος
αμμώδης
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ψαμμώδη
το αμμώδες ίζημα τών ούρων.