χωστός: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> fait de terres amoncelées;<br /><b>2</b> construit <i>ou</i> dirigé en forme de jetée.<br />'''Étymologie:''' [[χώννυμι]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> fait de terres amoncelées;<br /><b>2</b> construit <i>ou</i> dirigé en forme de jetée.<br />'''Étymologie:''' [[χώννυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χωστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χώννυμι]] / [[χώνω]]]<br />αυτός που σχηματίστηκε με την [[επισώρευση]] χώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[μετά]] από [[έμπηξη]] στη γη εισχωρεί σε μεγάλο [[βάθος]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για υποδήματα) αυτός που καλύπτει [[ολόκληρο]] το [[επάνω]] [[μέρος]] του ποδιού<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) κρυμμένος σε [[βάθος]], καταχωνιασμένος<br />β) ύπουλος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σχηματίζει οπές [[μέσα]] στη γη<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) θαμμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χωστά]] Ν<br />([[κυρίως]] μτφ.)<br /><b>1.</b> [[κρυφά]], [[μυστικά]]<br /><b>2.</b> ύπουλα.
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωστός Medium diacritics: χωστός Low diacritics: χωστός Capitals: ΧΩΣΤΟΣ
Transliteration A: chōstós Transliteration B: chōstos Transliteration C: chostos Beta Code: xwsto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A made by earth thrown up, ἐν χωστοῖς τάφοις κεῖνται E.Rh.414; στενὴ καὶ χωστὴ πάροδος Plb.4.61.7.    II of persons, buried, Tz.H.9.330.

German (Pape)

[Seite 1389] adj. verb. von χώννυμι, aufgeschüttet, τάφοι Eur. Rhes. 414; verschüttet, aufgeworfen, gedämmt, Pol. 4, 61, 7 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

χωστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ σχηματισθεὶς διὰ τῆς ἐπισωρεύσεως χώματος, χωστὴ καὶ στενὴ πάροδος Πολύβ. 4. 61, 7. ἐν χωστοῖς τάφοις κεῖνται = ἐν χώμασι, ἐν τύμβοις, Εὐρ. Ρῆσ. 414. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ σχηματίζων ἀνοίγματα, ὀπὰς ἢ δρόμους ἐντὸς τῆς γῆς, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 328.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 fait de terres amoncelées;
2 construit ou dirigé en forme de jetée.
Étymologie: χώννυμι.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χωστός, -ή, -όν, ΝΜΑ χώννυμι / χώνω]
αυτός που σχηματίστηκε με την επισώρευση χώματος
νεοελλ.
1. αυτός που μετά από έμπηξη στη γη εισχωρεί σε μεγάλο βάθος
2. (ιδίως για υποδήματα) αυτός που καλύπτει ολόκληρο το επάνω μέρος του ποδιού
3. μτφ. α) κρυμμένος σε βάθος, καταχωνιασμένος
β) ύπουλος
μσν.
1. αυτός που σχηματίζει οπές μέσα στη γη
2. (για πρόσ.) θαμμένος.
επίρρ...
χωστά Ν
(κυρίως μτφ.)
1. κρυφά, μυστικά
2. ύπουλα.