ψύκτρα: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(6_9)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψύκτρα''': ἡ, [[πλέγμα]] ἐφ’ οὗ ἐξηραίνοντο τὰ σῦκα, Ἡσύχ. ἐν λ. [[τρασιά]].
|lstext='''ψύκτρα''': ἡ, [[πλέγμα]] ἐφ’ οὗ ἐξηραίνοντο τὰ σῦκα, Ἡσύχ. ἐν λ. [[τρασιά]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[δίσκος]] [[πάνω]] στον οποίο γίνεται η [[ξήρανση]] τών σύκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψύχω]] (Ι) «[[φυσώ]], [[πνέω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χύ</i>-<i>τρα</i>)].———————— <b>(II)</b><br />ἡ Α<br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ψύκτραι</i><br />ειδική [[κατασκευή]] [[κοντά]] σε λιμάνια για τον καθαρισμό πλοίων ή, κατ' άλλους, σκιεροί τόποι κατάλληλοι για [[αναψυχή]], ψυκτῆρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψύχω]] (II) «[[παγώνω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐξελίκ</i>-<i>τρα</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψύκτρα Medium diacritics: ψύκτρα Low diacritics: ψύκτρα Capitals: ΨΥΚΤΡΑ
Transliteration A: psýktra Transliteration B: psyktra Transliteration C: psyktra Beta Code: yu/ktra

English (LSJ)

ἡ,

   A drying-place, ψ. τὰς πρὸς τοῖς νεωρίοις IG22.1035.43 (i B. C.), cf. ψυγμός 11; but others take it as = ψυκτήριον 11.    2 tray for drying figs on, Hsch. s.v. τρασιά.

Greek (Liddell-Scott)

ψύκτρα: ἡ, πλέγμα ἐφ’ οὗ ἐξηραίνοντο τὰ σῦκα, Ἡσύχ. ἐν λ. τρασιά.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) δίσκος πάνω στον οποίο γίνεται η ξήρανση τών σύκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχω (Ι) «φυσώ, πνέω» + επίθημα -τρα (πρβλ. χύ-τρα)].———————— (II)
ἡ Α
στον πληθ. αἱ ψύκτραι
ειδική κατασκευή κοντά σε λιμάνια για τον καθαρισμό πλοίων ή, κατ' άλλους, σκιεροί τόποι κατάλληλοι για αναψυχή, ψυκτῆρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχω (II) «παγώνω» + επίθημα -τρα (πρβλ. ἐξελίκ-τρα)].