ὠμοτριβής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(47c) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠμοτρῐβής''': -ές, γεν. -έος, τριβόμενος ὠμὸς ἢ [[ἄωρος]], ὠμ. [[ἔλαιον]], ἐξ ἀώρων ἐλαιῶν, προτιμώμενον [[χάριν]] πολλῶν χρήσεων, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 15, Διοσκ. 1, 29, πρβλ. ὀμφάκινον. | |lstext='''ὠμοτρῐβής''': -ές, γεν. -έος, τριβόμενος ὠμὸς ἢ [[ἄωρος]], ὠμ. [[ἔλαιον]], ἐξ ἀώρων ἐλαιῶν, προτιμώμενον [[χάριν]] πολλῶν χρήσεων, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 15, Διοσκ. 1, 29, πρβλ. ὀμφάκινον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />([[ιδίως]] για [[λάδι]]) αυτός που προέρχεται από την [[έκθλιψη]] άγουρων ελιών («ἀλείφειν τὴν κεφαλὴν ὠμοτριβὲς [[ἔλαιον]]», Θεοφάν. <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τριβή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νεο</i>-<i>τριβής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A pressed raw, ὠ. ἔλαιον oil from unripe olives, preferred for many purposes, Thphr.Od.15, Dsc.1.30.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμοτρῐβής: -ές, γεν. -έος, τριβόμενος ὠμὸς ἢ ἄωρος, ὠμ. ἔλαιον, ἐξ ἀώρων ἐλαιῶν, προτιμώμενον χάριν πολλῶν χρήσεων, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 15, Διοσκ. 1, 29, πρβλ. ὀμφάκινον.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
(ιδίως για λάδι) αυτός που προέρχεται από την έκθλιψη άγουρων ελιών («ἀλείφειν τὴν κεφαλὴν ὠμοτριβὲς ἔλαιον», Θεοφάν. Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -τριβής (< τριβή), πρβλ. νεο-τριβής].