ψυχρασία: Difference between revisions
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
(6_11) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψυχρᾰσία''': ἡ, τὸ ψυχραίνεσθαι, Πλούτ. 2. 1100Α. ΙΙ. τὸ ψυχραίνειν, [[ψύχρανσις]], Ἐπίκουρος παρὰ Διογέν. Λαερτ. 10. 107. | |lstext='''ψυχρᾰσία''': ἡ, τὸ ψυχραίνεσθαι, Πλούτ. 2. 1100Α. ΙΙ. τὸ ψυχραίνειν, [[ψύχρανσις]], Ἐπίκουρος παρὰ Διογέν. Λαερτ. 10. 107. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[ψύχρανση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχρός]], [[κατά]] τα θηλ. σε -(<i>α</i>)<i>σία</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ξηρασία]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A a making cold, Epicur.Ep.2p.49U., Fr.59.
German (Pape)
[Seite 1404] ἡ, das Kühlen, Abkühlen, Epicur. bei D. L. 10, 107; – das Erkalten, Kaltwerden, Plut. adv. Gal. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ψυχρᾰσία: ἡ, τὸ ψυχραίνεσθαι, Πλούτ. 2. 1100Α. ΙΙ. τὸ ψυχραίνειν, ψύχρανσις, Ἐπίκουρος παρὰ Διογέν. Λαερτ. 10. 107.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ψύχρανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός, κατά τα θηλ. σε -(α)σία (πρβλ. ξηρασία)].