ἐξεπίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
(Bailly1_2)
(12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=savoir à fond, savoir parfaitement : [[τι]] qch ; avec un part., savoir parfaitement que qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐπίσταμαι]].
|btext=savoir à fond, savoir parfaitement : [[τι]] qch ; avec un part., savoir parfaitement que qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐπίσταμαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξεπίσταμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]] καλά («μᾱλλον τῶν θεῶν τὰ οὐνόματα ἐξεπιστέατο Αἰγύπτιοι ἤ τοῡ Ἡρακλέους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γνωρίζω]] απ' έξω, έχω αποστηθίσει («[[ἐξεπίσταμαι]] τὸν λόγον»).
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεπίσταμαι Medium diacritics: ἐξεπίσταμαι Low diacritics: εξεπίσταμαι Capitals: ΕΞΕΠΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: exepístamai Transliteration B: exepistamai Transliteration C: eksepistamai Beta Code: e)cepi/stamai

English (LSJ)

   A know thoroughly, τι Hdt.2.43, 5.93: c. part., know well that .., ἐ. τὸν Κῦρον οὐκ ἀτρεμίζοντα Id.1.190, cf. S.OC1584; τὸν θεὸν τοιοῦτον (sc. ὄντα) ἐ. Id.Fr.771: c. inf., know well how to do, Id.Ant.480: with εὖ, Hdt.3.146, A.Ag.838; καλῶς S.OC417, etc.: c. acc. et inf.; know that, Id.Ant.293.    II know by heart, τὸν λόγον Pl.Phdr.228b.

German (Pape)

[Seite 877] (s. ἐπίσταμαι), genau wissen, verstehen; εὖ Aesch. Ag. 812; Soph. O. C. 560; αὕτη δ' ὑβρίζειν ἐξηπίστατο Ant. 476; Ar. Vesp. 1249; Her. 7, 39 u. oft, u. Sp.; c. part., ὡς λελοιπότα κεῖνον ἐξεπίστασο Soph. O. C. 1584; – ἐξεπιστάμενος τὸν λόγον Plat. Phaedr. 228 b, auswendig wissen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεπίσταμαι: γιγνώσκω καλῶς, τι Ἡρόδ. 2. 43., 5. 93, καὶ Ἀττ.: ― μετὰ μετοχ., γιγνώσκω καλῶς ὅτι..., ἐξ. τὸν Κῦρον οὐκ ἀτρεμίζοντα ὁ αὐτὸς 1. 190, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1584· τὸν θεὸν τοιοῦτον (ἐνν. ὄντα) ἐξ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 707, πρβλ. Ἀντ. 293· ἀλλὰ μετ’ ἀπαρ., γιγνώσκω καλῶς πῶς νὰ πράξω τι, ὁ αὐτ. Ἀντ. 480, πρβλ. ἐπίσταμαι· συχνάκις μετὰ τοῦ εὖ ἢ καλῶς, Ἡρόδ. 3. 146 κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 838, Σοφ. Ο. Κ. 417, κτλ. ΙΙ. γιγνώσκω ἀπὸ στήθους, τὸν λόγον Πλάτ. Φαῖδρ. 228C.

French (Bailly abrégé)

savoir à fond, savoir parfaitement : τι qch ; avec un part., savoir parfaitement que qqn.
Étymologie: ἐξ, ἐπίσταμαι.

Greek Monolingual

ἐξεπίσταμαι (Α)
1. γνωρίζω καλά («μᾱλλον τῶν θεῶν τὰ οὐνόματα ἐξεπιστέατο Αἰγύπτιοι ἤ τοῡ Ἡρακλέους», Ηρόδ.)
2. γνωρίζω απ' έξω, έχω αποστηθίσει («ἐξεπίσταμαι τὸν λόγον»).