ἐξόπισθεν: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(Bailly1_2)
(12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />par derrière : ἐξόπισθέν τινος derrière qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὄπισθεν]].
|btext=<i>adv.</i><br />par derrière : ἐξόπισθέν τινος derrière qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὄπισθεν]].
}}
{{grml
|mltxt=ἐξόπισθε(ν) (AM) (Α και [[ἐξόπιθεν]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> από [[πίσω]]<br /><b>2.</b> [[πίσω]] από κάποιον<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>2.</b> ύστερα από κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> <i>τὰ [[ἐξόπισθεν]]<br />από δω και [[πέρα]], στο [[εξής]].
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξόπισθεν Medium diacritics: ἐξόπισθεν Low diacritics: εξόπισθεν Capitals: ΕΞΟΠΙΣΘΕΝ
Transliteration A: exópisthen Transliteration B: exopisthen Transliteration C: eksopisthen Beta Code: e)co/pisqen

English (LSJ)

poet. ἐξόπ-ισθε, Adv., Att. for ἐξόπιθεν, Ar.Eq.22, Pl.Lg.947d, LXX 1 Ch.19.10, etc.;

   A εἰς τὸ ἐ. backwards, Pl.Ti.84e, etc.; τὸ ἐ. τῆς κεφαλῆς Arist. HA512b14.    II Prep. with gen., Ar.Ach.868, LXX 3 Ki.19.21; τὰ ἐ. χειρὸς ἐς τὰ δεξιά S.Fr.598.

German (Pape)

[Seite 887] p. auch ἐξόπισθε, = ἐξόπιθεν, im Rücken, hinterher, ἕπεσθαι Plat. Legg. XII, 497 d; εἰς τὸ ἐξόπισθεν, rückwärts, Tim. 84 e; Xen. Cyr. 7, 1, 24 u. Sp.; – τινός, hinter, Ar. Ach. 868 u. öfter; – hierauf, hernach, τὰ δ' ἐξ. Οἰνωτρία σε δέξεται Soph. frg. 527.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόπισθεν: καὶ ποιητ. -θε, Ἐπίρρ. Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἐξόπιθεν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 22, Πλάτ. Νόμοι 947D, κλ.· εἰς τὸ ἐξ., πρὸς τὰ ὀπίσω, ὁ αὐτὸς ἐν Τιμ. 84Ε, κτλ.· τὸ ἐξ. τῆς κεφαλῆς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 1. 2) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., Ἀριστοφ. Αχ. 368. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, τὰ ἐξόπισθεν = ἐξοπίσω ΙΙ, Σοφ. Ἀποσπ. 527.

French (Bailly abrégé)

adv.
par derrière : ἐξόπισθέν τινος derrière qqn.
Étymologie: ἐξ, ὄπισθεν.

Greek Monolingual

ἐξόπισθε(ν) (AM) (Α και ἐξόπιθεν)
επίρρ.
1. από πίσω
2. πίσω από κάποιον
μσν.
1. προς τα πίσω
2. ύστερα από κάποιον
αρχ.
φρ. τὰ ἐξόπισθεν
από δω και πέρα, στο εξής.