ἐξιλασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source
(6_15)
(12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξιλασμός''': ὁ, τὸ ἐξιλάσκεσθαι, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΓ΄, 27, κ. ἀλλ.).
|lstext='''ἐξιλασμός''': ὁ, τὸ ἐξιλάσκεσθαι, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΓ΄, 27, κ. ἀλλ.).
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐξιλασμός]]) [[εξιλάσκομαι]]<br />[[εξιλέωση]], [[εξευμενισμός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />θρησκευτικὴ τελετὴ για [[εξευμένιση]] του θεού.
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξιλασμός Medium diacritics: ἐξιλασμός Low diacritics: εξιλασμός Capitals: ΕΞΙΛΑΣΜΟΣ
Transliteration A: exilasmós Transliteration B: exilasmos Transliteration C: eksilasmos Beta Code: e)cilasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = ἐξίλασις, ib.Le.23.27, al., Procl.Par. Ptol.24.

German (Pape)

[Seite 882] ὁ, das Auslösen, Sühnen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιλασμός: ὁ, τὸ ἐξιλάσκεσθαι, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΓ΄, 27, κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

ο (AM ἐξιλασμός) εξιλάσκομαι
εξιλέωση, εξευμενισμός
μσν.- νεοελλ.
θρησκευτικὴ τελετὴ για εξευμένιση του θεού.