ἐπίστημα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6_21) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίστημα''': τό, ([[ἐφίστημι]]) πᾶν τὸ ἐστημένον ἐπί τινος, [[ἐπιτάφιος]] [[στήλη]], Πλάτ. Νόμοι 958Ε, Σουΐδ.· [[προσέτι]], κόσμημά τι πλοίου, Διόδ. 13. 3. | |lstext='''ἐπίστημα''': τό, ([[ἐφίστημι]]) πᾶν τὸ ἐστημένον ἐπί τινος, [[ἐπιτάφιος]] [[στήλη]], Πλάτ. Νόμοι 958Ε, Σουΐδ.· [[προσέτι]], κόσμημά τι πλοίου, Διόδ. 13. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[ἐπίστημα]]) [[εφίστημι]]<br />γλυπτό ή σκαλιστό [[κόσμημα]] στην [[πλώρη]] του πλοίου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />επιτύμβια [[στήλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. -ᾱμα, ατος, τό, (ἐφίστημι)
A anything set up, e.g. monument over a grave, Pl.Lg.958e, Is.Fr.159, IG12(3).87 (Nisyrus, iii B.C.), D.H.2.67; ornament on the prow of ships, D.S.13.3 (nisi leg. ἐπισήμασι).
German (Pape)
[Seite 984] τό, das Daraufgestellte, bes. auf das Grab, Grabstein, Grabdenkmal, λίθινα Plat. Legg. XII, 958 e; D. Hal. 9, 67; bei D. Sic. 13, 3 von Zierrathen der Schiffe.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίστημα: τό, (ἐφίστημι) πᾶν τὸ ἐστημένον ἐπί τινος, ἐπιτάφιος στήλη, Πλάτ. Νόμοι 958Ε, Σουΐδ.· προσέτι, κόσμημά τι πλοίου, Διόδ. 13. 3.
Greek Monolingual
το (AM ἐπίστημα) εφίστημι
γλυπτό ή σκαλιστό κόσμημα στην πλώρη του πλοίου
αρχ.-μσν.
επιτύμβια στήλη.