τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect
(I)ἔρος, ὁ (Α)ποιητ. τ. αντί έρως, βλ. έρωτας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. του έρως].———————— (II)ἔρος, τὸ και ιων. τ. εἶρος (Α)(μόνο εν συνθέσει) το έριο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του είρος «ἐριο, μαλλί»].