έρος: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(14)
(No difference)

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
ἔρος, ὁ (Α)
ποιητ. τ. αντί έρως, βλ. έρωτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. του έρως].———————— (II)
ἔρος, τὸ και ιων. τ. εἶρος (Α)
(μόνο εν συνθέσει) το έριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του είρος «ἐριο, μαλλί»].