ἐριοκόμος: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
(6_14)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐριοκόμος''': ὁ, [[ἐριουργός]], μετεγεν.
|lstext='''ἐριοκόμος''': ὁ, [[ἐριουργός]], μετεγεν.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐριοκόμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατεργάζεται τα έρια, ο [[εριουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έριο]](-<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κομώ]])].
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριοκόμος Medium diacritics: ἐριοκόμος Low diacritics: εριοκόμος Capitals: ΕΡΙΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: eriokómos Transliteration B: eriokomos Transliteration C: eriokomos Beta Code: e)rioko/mos

English (LSJ)

ὁ,

   A = ἐριουργός, Hdn.Philet.p.449 P.; cf. εἰροκόμος.

German (Pape)

[Seite 1030] ὁ, = ἐριουργός, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριοκόμος: ὁ, ἐριουργός, μετεγεν.

Greek Monolingual

ἐριοκόμος, ὁ (Α)
αυτός που κατεργάζεται τα έρια, ο εριουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -κόμος (< κομώ)].