εὐέργεια: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(6_12)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐέργεια''': Ἰων. -είη, ἡ, = [[εὐεργεσία]] Ι, Ἀνθ. Π. 15. 34. 2) [[εὐκολία]] περὶ τὸ ἐργάζεσθαι ἢ πράττειν, [[εὐκολία]], Ὀρειβάσ. 51 Mai.
|lstext='''εὐέργεια''': Ἰων. -είη, ἡ, = [[εὐεργεσία]] Ι, Ἀνθ. Π. 15. 34. 2) [[εὐκολία]] περὶ τὸ ἐργάζεσθαι ἢ πράττειν, [[εὐκολία]], Ὀρειβάσ. 51 Mai.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐέργεια]] και ιων. τ. εὐεργείη, ἡ (Α) [[ευεργής]]<br /><b>1.</b> [[ευεργεσία]]<br /><b>2.</b> η [[ευχέρεια]] στο να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], η [[ευκολία]].
}}
}}

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐέργεια Medium diacritics: εὐέργεια Low diacritics: ευέργεια Capitals: ΕΥΕΡΓΕΙΑ
Transliteration A: euérgeia Transliteration B: euergeia Transliteration C: evergeia Beta Code: eu)e/rgeia

English (LSJ)

Ion. εὐεργ-είη, ἡ, = sq.1, AP15.34 (Arethas).    2 ease of a surgical operation, Orib.45.18.14.

German (Pape)

[Seite 1065] ἡ, das Wohlthun, Ep. ad. (XV, 34).

Greek (Liddell-Scott)

εὐέργεια: Ἰων. -είη, ἡ, = εὐεργεσία Ι, Ἀνθ. Π. 15. 34. 2) εὐκολία περὶ τὸ ἐργάζεσθαι ἢ πράττειν, εὐκολία, Ὀρειβάσ. 51 Mai.

Greek Monolingual

εὐέργεια και ιων. τ. εὐεργείη, ἡ (Α) ευεργής
1. ευεργεσία
2. η ευχέρεια στο να κάνει κάποιος κάτι, η ευκολία.