εὐέφοδος: Difference between revisions
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />d’un accès facile, facile à attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔφοδος]]. | |btext=ος, ον :<br />d’un accès facile, facile à attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔφοδος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐέφοδος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τόπους) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να γίνει [[έφοδος]]<br /><b>2.</b> αυτός που διευθύνεται εύκολα («[[εὐέφοδος]] [[συζήτησις]]», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> επίθ. <i>έφ</i>-<i>οδος</i> «[[εκείνος]] στον οποίο υπάρχει [[πρόσβαση]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οδός]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easy to come at or attack, assailable, accessible, of places, X.Cyr.2.4.13, Plb.1.26.2, etc. II easily conducted, ζήτησις S.E.M.7.25.
German (Pape)
[Seite 1066] leicht zugänglich, leicht anzugreifen, Xen. Cyr. 2, 4, 13, χωρία; Pol. 1, 26, 2 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
εὐέφοδος: -ον, εὐπρόσβλητος, εὐπρόσιτος, ἐπὶ τόπων, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 13, Πολύβ. 1. 26, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’un accès facile, facile à attaquer.
Étymologie: εὖ, ἔφοδος.
Greek Monolingual
εὐέφοδος, -ον (Α)
1. (για τόπους) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να γίνει έφοδος
2. αυτός που διευθύνεται εύκολα («εὐέφοδος συζήτησις», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επίθ. έφ-οδος «εκείνος στον οποίο υπάρχει πρόσβαση» (< επί + οδός)].