ἀκάκωτος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(big3_2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no dañado]], [[incólume]], [[ἄζυξ]] καὶ ἀ. ψυχή Ph.1.490, cf. Meth.<i>Symp</i>.111, εὐχή Sulp.Max.39, οὐδὲν ὅ τι τῶν ἁπάντων ἀκάκωτον κατέλιπεν D.C.77.15.2.<br /><b class="num">2</b> [[no dominado]], [[no vencido]] M.Ant.5.18.<br /><b class="num">3</b> [[no sometido a influencia negativa]] Vett.Val.106.8, 351.23, 25.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no dañado]], [[incólume]], [[ἄζυξ]] καὶ ἀ. ψυχή Ph.1.490, cf. Meth.<i>Symp</i>.111, εὐχή Sulp.Max.39, οὐδὲν ὅ τι τῶν ἁπάντων ἀκάκωτον κατέλιπεν D.C.77.15.2.<br /><b class="num">2</b> [[no dominado]], [[no vencido]] M.Ant.5.18.<br /><b class="num">3</b> [[no sometido a influencia negativa]] Vett.Val.106.8, 351.23, 25.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκάκωτος]], -ον (Α) [[κακῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να κακοποιηθεί, ο [[αβλαβής]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ηττηθεί, ο [[αδάμαστος]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰκωτος Medium diacritics: ἀκάκωτος Low diacritics: ακάκωτος Capitals: ΑΚΑΚΩΤΟΣ
Transliteration A: akákōtos Transliteration B: akakōtos Transliteration C: akakotos Beta Code: a)ka/kwtos

English (LSJ)

ον,

   A unharmed, Ph.1.490, D.C.77.15; ἀ. εὐχή IG14.2012A39 (Sulp. Max.). Astrol., subject to no malignant influence, not 'afflicted', Vett. Val.111.24.    II unsubdued, M.Ant.5.18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάκωτος: [κᾰ-], ον, μὴ κακωθείς, ἀβλαβής, Δίων Κ. 77. 15· ἀκ. εὐχή, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 618. 39. ΙΙ. ὁ μὴ ἡττηθείς, μὴ ὑποταχθείς, Μ. Ἀντών. 5. 18.

Spanish (DGE)

-ον
1 no dañado, incólume, ἄζυξ καὶ ἀ. ψυχή Ph.1.490, cf. Meth.Symp.111, εὐχή Sulp.Max.39, οὐδὲν ὅ τι τῶν ἁπάντων ἀκάκωτον κατέλιπεν D.C.77.15.2.
2 no dominado, no vencido M.Ant.5.18.
3 no sometido a influencia negativa Vett.Val.106.8, 351.23, 25.

Greek Monolingual

ἀκάκωτος, -ον (Α) κακῶ
1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να κακοποιηθεί, ο αβλαβής
2. εκείνος που δεν έχει ηττηθεί, ο αδάμαστος.