ἡμιπέπανος: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(b)
 
(16)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1169.png Seite 1169]] halb reif, Sp.; auch [[ἡμιπέπειρος]], Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1169.png Seite 1169]] halb reif, Sp.; auch [[ἡμιπέπειρος]], Hesych.
}}
{{ls
|lstext='''ἡμιπέπᾰνος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[ὥριμος]], παρ᾿ Ὁρειβας. σ. 81 Matthaei.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμιπέπανος]], -ον (Α)<br />[[κατά]] το ήμισυ ώριμος, μισοωριμασμένος, [[μισογινωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέπανος]] «ώριμος» <span style="color: red;"><</span> [[πεπαίνω]] «[[ωριμάζω]]» με αντίστροφη [[παραγωγή]] <span style="color: red;"><</span> [[πέπων]] «ώριμος»].
}}
}}

Latest revision as of 06:35, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1169] halb reif, Sp.; auch ἡμιπέπειρος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιπέπᾰνος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὥριμος, παρ᾿ Ὁρειβας. σ. 81 Matthaei.

Greek Monolingual

ἡμιπέπανος, -ον (Α)
κατά το ήμισυ ώριμος, μισοωριμασμένος, μισογινωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πέπανος «ώριμος» < πεπαίνω «ωριμάζω» με αντίστροφη παραγωγή < πέπων «ώριμος»].