εὐεργής: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(Autenrieth)
(15)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ές: [[well]]-made, [[well]]-[[wrought]]; pl., εὐεργέα, [[good]] deeds, benefactions, Od. 22.319.
|auten=ές: [[well]]-made, [[well]]-[[wrought]]; pl., εὐεργέα, [[good]] deeds, benefactions, Od. 22.319.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐεργής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ' ἤγαγε νηῡς [[εὐεργής]]» γ. «ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην» δ. «χρυσοῡ... εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα»)<br /><b>2.</b> [[εύκολος]] στην [[κατεργασία]]<br /><b>3.</b> (για [[χειρουργική]] [[επέμβαση]]) [[εύκολος]]<br /><b>4.</b> [[αποτελεσματικός]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὐεργέα</i><br />οι ευεργεσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i>, (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλι</i>-<i>εργής</i>, [[λιθο]]-<i>εργής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεργής Medium diacritics: εὐεργής Low diacritics: ευεργής Capitals: ΕΥΕΡΓΗΣ
Transliteration A: euergḗs Transliteration B: euergēs Transliteration C: evergis Beta Code: eu)ergh/s

English (LSJ)

ές, (ἔργον)

   A well-wrought, well-made, of chariots, εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου Il.5.585; of ships, μία δ' ἤγαγε νηῦς εὐ. 24.396, and freq. in Od., cf. IG12.74.27; πηδάλιον Hes.Op.629; of garments, ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην Od.13.224; of gold, wrought, χρυσοῦ . . εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα 24.274.    2 well-done: hence in pl., εὐεργέα, = the Prose εὐεργεσίαι, benefits, services, οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ' εὐεργέων 22.319, cf. 4.695; also ἀθάνατοι χαίρουσι βροτῶν εὐεργέσι τιμαῖς Milet.1(7).205b (ii A. D.).    3 = εὐεργός 11.2, τῷ ψυχρῷ Olymp.in Mete.313.9.    4 easy, of a surgical operation, Antyll. ap. Orib.45.2.6.    5 effective, τὴν εὐώνυμον χεῖρα -εστέραν Sor.2.61.

German (Pape)

[Seite 1065] ές (ἔργω), 1) wohlgearbeitet, schön gemacht, bei Hom. in Od. vom Schiff u. vom Wagenstuhl, δίφρος Il., von einem Kleide Od. 13, 224, χρυσός, gut verarbeitet, 24, 274; πηδάλιον Hes. O. 627; sp. D., ἄγκιστρον Opp. H. 5, 135. – 2) wohlgethan, εὐεργέα, Wohlthaten, Od. 4, 695. 22, 319. – 3) leicht zu bearbeiten, Theophr. – Bei Sp. auch akt., geschickt arbeitend.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεργής: -ές, (ἔργον) εὖ πεποιημένος, κατὰ τέχνην καὶ καλῶς εἰργασμένος, ἐπὶ ἁρμάτων, εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου Ἰλ. Ε. 585· ἐπὶ πλοίων, μία δ’ ἤγαγε ναῦς εὐεργής Ω. 396, καὶ συχν. ἐν Ὀδ.· πηδάλιον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 627· ἐπὶ ἱματίων, ἀμφ’ ὤμοισιν ἔχουσ’ εὐεργέα λώπην Ὀδ. Ν. 224· ἐπὶ χρυσοῦ, κατειργασμένος, χρυσοῦ… εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα Ω. 274. 2) καλῶς πεποιημένος: ἐντεῦθεν ἐν τῷ πληθ. εὐεργέα = τῷ παρὰ πεζογράφοις εὐεργεσίαι, οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ’ εὐεργέων Χ. 319, πρβλ. Δ. 695.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien travaillé :
1 au sens matériel (char, navire, vêtement);
2 au sens moral εὐεργέα OD des bienfaits.
Étymologie: εὖ, ἔργον.

English (Autenrieth)

ές: well-made, well-wrought; pl., εὐεργέα, good deeds, benefactions, Od. 22.319.

Greek Monolingual

εὐεργής, -ές (Α)
1. ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ' ἤγαγε νηῡς εὐεργής» γ. «ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην» δ. «χρυσοῡ... εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα»)
2. εύκολος στην κατεργασία
3. (για χειρουργική επέμβαση) εύκολος
4. αποτελεσματικός
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐεργέα
οι ευεργεσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εργής, (< έργον), πρβλ. αλι-εργής, λιθο-εργής].