ἠπάομαι: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(6_12) |
(16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠπάομαι''': ἴδε ἐν λ. [[ἠπήσασθαι]]. | |lstext='''ἠπάομαι''': ἴδε ἐν λ. [[ἠπήσασθαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἠπάομαι]] (Α)<br />[[διορθώνω]], [[επισκευάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό με μακρόφωνο (<i>η</i>-) [[θέμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[πηδώ]]) που συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>vapati</i> «[[κουρεύω]]». Τόσο το [[ηπάομαι]] όσο και τα παράγωγά του (<b>[[πρβλ]].</b> [[ηπητής]], [[ηπητήριον]], <i>ήπητρα</i>, [[ήπησις]]) χρησιμοποιούνται κατ' εξοχήν στη [[ραπτική]]. Το δε ρ. [[ηπάομαι]] συνδέεται [[στενά]] σημασιολογικώς με το συνηθέστερο ρ. [[ακέομαι]] [[θεραπεύω]], [[επιδιορθώνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
A mend, repair (rare word for the common ἀκέομαι), τὰ ῥαγέντα τῶν ἱματίων Gal.Thras.25: abs., Id.UP3.1:—Med., aor. 1 inf. ἠπήσασθαι Hes.Fr.172; κόσκινον Ar.Fr.227; ῥαγὲν ἱμάτιον Gal.Thras. 5: pf. part. Pass., ἱμάτια ἠπημένα Aristid.2.307 J., cf. BCH51.326.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπάομαι: ἴδε ἐν λ. ἠπήσασθαι.
Greek Monolingual
ἠπάομαι (Α)
διορθώνω, επισκευάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό με μακρόφωνο (η-) θέμα (πρβλ. πηδώ) που συνδέεται με αρχ. ινδ. vapati «κουρεύω». Τόσο το ηπάομαι όσο και τα παράγωγά του (πρβλ. ηπητής, ηπητήριον, ήπητρα, ήπησις) χρησιμοποιούνται κατ' εξοχήν στη ραπτική. Το δε ρ. ηπάομαι συνδέεται στενά σημασιολογικώς με το συνηθέστερο ρ. ακέομαι θεραπεύω, επιδιορθώνω»].