θαλασσοπόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui traverse la mer.<br />'''Étymologie:''' [[θάλασσα]], πορεύομαι.
|btext=ος, ον :<br />qui traverse la mer.<br />'''Étymologie:''' [[θάλασσα]], πορεύομαι.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[θαλασσοπόρος]])<br />αυτός που πλέει διά μέσου της θάλασσας, ο [[ποντοπόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πλέει σε άγνωστες θάλασσες (ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Βάσκου δα Γκάμα <b>κ.ά.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οδοι</i>-[[πόρος]], <i>πρωτο</i>-[[πόρος]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσοπόρος Medium diacritics: θαλασσοπόρος Low diacritics: θαλασσοπόρος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: thalassopóros Transliteration B: thalassoporos Transliteration C: thalassoporos Beta Code: qalassopo/ros

English (LSJ)

ον,

   A sea-faring, AP6.27.7 (Theaet.), 9.376; ὑμέναιοι Musae.2.

German (Pape)

[Seite 1183] meerdurchwandernd; Mus. 2; Ep. ad. 385 (IX, 376).

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσοπόρος: -ον, ὁ τὴν θάλασσαν διαπλέων, Ἀνθ. Π. 6. 27., 9. 376, Μουσαῖ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui traverse la mer.
Étymologie: θάλασσα, πορεύομαι.

Greek Monolingual

ο (Α θαλασσοπόρος)
αυτός που πλέει διά μέσου της θάλασσας, ο ποντοπόρος
νεοελλ.
αυτός που πλέει σε άγνωστες θάλασσες (ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Βάσκου δα Γκάμα κ.ά.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -πορος (< πόρος), πρβλ. οδοι-πόρος, πρωτο-πόρος.