θυλακοτρώξ: Difference between revisions

From LSJ

θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστίαloyalty dies and disloyalty is born

Source
(6_22)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡλᾰκοτρώξ''': -ῶγος, ὁ, ἡ, κατατρώγων θύλακας, «μῦς, οἱ δὲ ἀκρὶς» Ἡσύχ.
|lstext='''θῡλᾰκοτρώξ''': -ῶγος, ὁ, ἡ, κατατρώγων θύλακας, «μῦς, οἱ δὲ ἀκρὶς» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυλακοτρώξ]], -ῶγος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατατρώγει θυλάκους, σακούλια<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μῡς<br />οἱ δὲ [[ἀκρίς]]» — ο [[ποντικός]], κατ' άλλους η [[ακρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύλακος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τρώξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυαμο</i>-[[τρώξ]], <i>φυλλο</i>-[[τρώξ]].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡλᾰκοτρώξ Medium diacritics: θυλακοτρώξ Low diacritics: θυλακοτρώξ Capitals: ΘΥΛΑΚΟΤΡΩΞ
Transliteration A: thylakotrṓx Transliteration B: thylakotrōx Transliteration C: thylakotroks Beta Code: qulakotrw/c

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, ἡ,

   A gnawing sacks, Hsch., Hdn.Gr.2.37.

German (Pape)

[Seite 1222] ῶγος, den Sack zernagend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκοτρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, κατατρώγων θύλακας, «μῦς, οἱ δὲ ἀκρὶς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θυλακοτρώξ, -ῶγος, ὁ (Α)
1. αυτός που κατατρώγει θυλάκους, σακούλια
2. (κατά τον Ησύχ.) «μῡς
οἱ δὲ ἀκρίς» — ο ποντικός, κατ' άλλους η ακρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + -τρώξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο-τρώξ, φυλλο-τρώξ.