ἱμαντομάχος: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(6_18)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμαντομάχος''': -ον, ὁ μὲ ἱμάντας (λωρία) μαχόμενος (πυκτεύων), Χρησμ. παρὰ Τζέτζ. Ἱστ. 7. 422.
|lstext='''ἱμαντομάχος''': -ον, ὁ μὲ ἱμάντας (λωρία) μαχόμενος (πυκτεύων), Χρησμ. παρὰ Τζέτζ. Ἱστ. 7. 422.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱμαντομάχος]], -ον (Μ)<br />αυτός που αγωνίζεται με ιμάντες πυγμαχίας, ο [[πυγμάχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ροπαλο</i>-<i>μάχος</i>, <i>σφαιρο</i>-<i>μάχος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμαντομάχος Medium diacritics: ἱμαντομάχος Low diacritics: ιμαντομάχος Capitals: ΙΜΑΝΤΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: himantomáchos Transliteration B: himantomachos Transliteration C: imantomachos Beta Code: i(mantoma/xos

English (LSJ)

[μᾰ], ον,

   A fighting with the caestus, Orac.in Tz.H.7.422.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαντομάχος: -ον, ὁ μὲ ἱμάντας (λωρία) μαχόμενος (πυκτεύων), Χρησμ. παρὰ Τζέτζ. Ἱστ. 7. 422.

Greek Monolingual

ἱμαντομάχος, -ον (Μ)
αυτός που αγωνίζεται με ιμάντες πυγμαχίας, ο πυγμάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ροπαλο-μάχος, σφαιρο-μάχος].