Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰόγληνος: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
(6_11)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰόγληνος''': -η, -ον, ἔχων ἰοειδεῖς, μελανίζοντας ὀφθαλμούς, «ἰόγληναι (κῶδ. ἰογλῆναι)· μελαίνας γλήνας ἔχουσαι» Ἡσύχ.
|lstext='''ἰόγληνος''': -η, -ον, ἔχων ἰοειδεῖς, μελανίζοντας ὀφθαλμούς, «ἰόγληναι (κῶδ. ἰογλῆναι)· μελαίνας γλήνας ἔχουσαι» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰόγληνος]], -ήνη, -ον (Α)<br />αυτός που έχει μάτια με ιώδες, σκούρο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γληνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλήνη]] «[[κόρη]] του ματιού»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μελί</i>-<i>γληνος</i>, <i>πολύ</i>-<i>γληνος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰόγληνος Medium diacritics: ἰόγληνος Low diacritics: ιόγληνος Capitals: ΙΟΓΛΗΝΟΣ
Transliteration A: ióglēnos Transliteration B: ioglēnos Transliteration C: ioglinos Beta Code: i)o/glhnos

English (LSJ)

η, ον,

   A dark-eyed, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1255] mit veilchen-, d. i. dunkelfarbigem Augenstern, dunkeläugig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἰόγληνος: -η, -ον, ἔχων ἰοειδεῖς, μελανίζοντας ὀφθαλμούς, «ἰόγληναι (κῶδ. ἰογλῆναι)· μελαίνας γλήνας ἔχουσαι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἰόγληνος, -ήνη, -ον (Α)
αυτός που έχει μάτια με ιώδες, σκούρο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -γληνος (< γλήνη «κόρη του ματιού»), πρβλ. μελί-γληνος, πολύ-γληνος].