θεομαντεία: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(6_9)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεομαντεία''': ἡ, [[πνεῦμα]] προφητικόν, [[μαντεία]] διὰ θείας ἐμπνεύσεως, Δίων Κ. 62. 18.
|lstext='''θεομαντεία''': ἡ, [[πνεῦμα]] προφητικόν, [[μαντεία]] διὰ θείας ἐμπνεύσεως, Δίων Κ. 62. 18.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεομαντεία]], ή (Α)<br />[[μαντεία]] με [[θεία]] [[έμπνευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μαντεία]] (<span style="color: red;"><</span> [[μαντεύω]])].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεομαντεία Medium diacritics: θεομαντεία Low diacritics: θεομαντεία Capitals: ΘΕΟΜΑΝΤΕΙΑ
Transliteration A: theomanteía Transliteration B: theomanteia Transliteration C: theomanteia Beta Code: qeomantei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A spirit of prophecy, D.C.62.18.

German (Pape)

[Seite 1196] ἡ, göttliche Weissagung, D. Cass. 62, 18.

Greek (Liddell-Scott)

θεομαντεία: ἡ, πνεῦμα προφητικόν, μαντεία διὰ θείας ἐμπνεύσεως, Δίων Κ. 62. 18.

Greek Monolingual

θεομαντεία, ή (Α)
μαντεία με θεία έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + μαντεία (< μαντεύω)].