ἰαμβοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6_7) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰαμβοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ἴαμβον, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 39. 40. | |lstext='''ἰαμβοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ἴαμβον, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 39. 40. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰαμβοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που μοιάζει με ίαμβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίαμβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A like an iambus, Aristid.Quint.1.17.
German (Pape)
[Seite 1233] ές, einem Jambus ähnlich, Arist. Quint.
Greek (Liddell-Scott)
ἰαμβοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ἴαμβον, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. σ. 39. 40.
Greek Monolingual
ἰαμβοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με ίαμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + -ειδής (< είδος)].