ἐπίσπαστρον: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(6_21) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίσπαστρον''': τό, [[σχοινίον]] δι’ οὗ ἀνασύρει τίς τι ἢ ῥυμουλκεῖ, Διόδ. 17. 90· [[ὡσαύτως]], ὁ [[βρόχος]] τοῦ ὀρνιθοθήρα, Ὀππ. Ἰξευτ. 3. 12, Ἡσύχ. 2) = [[ἐπισπαστήρ]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 22, «[[ῥόπτρον]] [[ἐπίσπαστρον]] θύρας» Εὐστ. Ὀδ. 1429. 2. ΙΙ. τὸ ἐπισυρόμενον, [[παραπέτασμα]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚϚ΄, 36). | |lstext='''ἐπίσπαστρον''': τό, [[σχοινίον]] δι’ οὗ ἀνασύρει τίς τι ἢ ῥυμουλκεῖ, Διόδ. 17. 90· [[ὡσαύτως]], ὁ [[βρόχος]] τοῦ ὀρνιθοθήρα, Ὀππ. Ἰξευτ. 3. 12, Ἡσύχ. 2) = [[ἐπισπαστήρ]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 22, «[[ῥόπτρον]] [[ἐπίσπαστρον]] θύρας» Εὐστ. Ὀδ. 1429. 2. ΙΙ. τὸ ἐπισυρόμενον, [[παραπέτασμα]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚϚ΄, 36). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίσπαστρον]], τὸ (AM) [[επισπώ]]<br />έπισπαστήρ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχοινί]]<br /><b>2.</b> [[παραπέτασμα]] («καὶ ποιήσεις [[ἐπίσπαστρον]] τῇ θύρᾳ τῆς σκηνῆς ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας», ΠΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A rope for pulling, D.S.17.90; also, a fowler's net, Dionys.Av.3.12. 2. = ἐπισπαστήρ 1, Poll.10.22. II. that which is drawn over, curtain, hanging, LXXEx.26.36.
German (Pape)
[Seite 981] τό, Alles, womit man Etwas an-, zuzieht; der Griff, womit man die Thür zuzieht, Poll. 10, 22; Zugseil, D. Sic. 17, 90; ein Zugnetz der Vogelsteller, Opp. Ix. 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσπαστρον: τό, σχοινίον δι’ οὗ ἀνασύρει τίς τι ἢ ῥυμουλκεῖ, Διόδ. 17. 90· ὡσαύτως, ὁ βρόχος τοῦ ὀρνιθοθήρα, Ὀππ. Ἰξευτ. 3. 12, Ἡσύχ. 2) = ἐπισπαστήρ, Πολυδ. Ι΄, 22, «ῥόπτρον ἐπίσπαστρον θύρας» Εὐστ. Ὀδ. 1429. 2. ΙΙ. τὸ ἐπισυρόμενον, παραπέτασμα, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚϚ΄, 36).
Greek Monolingual
ἐπίσπαστρον, τὸ (AM) επισπώ
έπισπαστήρ
αρχ.
1. σχοινί
2. παραπέτασμα («καὶ ποιήσεις ἐπίσπαστρον τῇ θύρᾳ τῆς σκηνῆς ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας», ΠΔ).