ἐσθλοδότης: Difference between revisions
From LSJ
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
(6_19) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐσθλοδότης''': -ου, ὁ, [[πάροχος]] ἐσθλῶν, ἀγαθῶν, Μανέθων 2. 142, Συνεσ. Ὕμν. 4. 270. | |lstext='''ἐσθλοδότης''': -ου, ὁ, [[πάροχος]] ἐσθλῶν, ἀγαθῶν, Μανέθων 2. 142, Συνεσ. Ὕμν. 4. 270. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐσθλοδότης]], ὁ (Α)<br />αυτός που παρέχει [[αγαθά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εσθλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A giver of good, Man.2.142.
German (Pape)
[Seite 1042] ὁ, der Geber des Guten, Synes.; Man. 2, 142.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσθλοδότης: -ου, ὁ, πάροχος ἐσθλῶν, ἀγαθῶν, Μανέθων 2. 142, Συνεσ. Ὕμν. 4. 270.
Greek Monolingual
ἐσθλοδότης, ὁ (Α)
αυτός που παρέχει αγαθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εσθλός + -δότης < δίδωμι.