καθυποτάσσω: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθυποτάσσω''': Ἀττ. -ττω, [[ὑποτάσσω]] ἐντελῶς, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 46, κτλ. | |lstext='''καθυποτάσσω''': Ἀττ. -ττω, [[ὑποτάσσω]] ἐντελῶς, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 46, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[καθυποτάσσω]], Α αττ. τ. καθυποτάττω)<br />(επιτατ. του [[υποτάσσω]]) [[υποτάσσω]] [[κάτι]] ή κάποιον εντελώς, [[υποδουλώνω]], [[κατακυριεύω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συμπληρώνω]], [[επισυνάπτω]], [[προσαρτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πάπ.</b> [[καθυπογράφω]], [[προσυπογράφω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὑπο</i>-[[τάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. καθυποτάττω,
A subject, Phleg.Fr.17 J., PMag.Lond.123.4. II = καθυπογράφω, PFlor. 377.7(vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1290] ganz unterordnen, unterwerfen, Schol. Eur. Hipp. 525 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καθυποτάσσω: Ἀττ. -ττω, ὑποτάσσω ἐντελῶς, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 46, κτλ.
Greek Monolingual
(AM καθυποτάσσω, Α αττ. τ. καθυποτάττω)
(επιτατ. του υποτάσσω) υποτάσσω κάτι ή κάποιον εντελώς, υποδουλώνω, κατακυριεύω
μσν.-αρχ.
συμπληρώνω, επισυνάπτω, προσαρτώ
αρχ.
πάπ. καθυπογράφω, προσυπογράφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπο-τάσσω.