εὐάκεστος: Difference between revisions
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
(6_4) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐάκεστος''': ᾰ, ον, [[εὐίατος]], ἁμαρτὰς εὐακεστοτέρη Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 350. | |lstext='''εὐάκεστος''': ᾰ, ον, [[εὐίατος]], ἁμαρτὰς εὐακεστοτέρη Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 350. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐάκεστος]], -ον (Α)<br />αυτός που θεραπεύεται εύκολα, [[ευίατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ακεστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ακούμαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>άκεστος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (ἀκέομαι)
A easy to remedy, ἁμαρτάδες εὐακεστότεραι Hp.Acut.39.
German (Pape)
[Seite 1055] leicht zu heilen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάκεστος: ᾰ, ον, εὐίατος, ἁμαρτὰς εὐακεστοτέρη Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 350.
Greek Monolingual
εὐάκεστος, -ον (Α)
αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ευίατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακεστός (< ακούμαι), πρβλ. αν-άκεστος].