καλοκαιρινός: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(b) |
(18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1313.png Seite 1313]] ή, όν, in schöner Zeit, sommerlich, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1313.png Seite 1313]] ή, όν, in schöner Zeit, sommerlich, Sp. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[καλοκαιρινός]], -ή, -όν) [[καλοκαίρι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[καλοκαίρι]] ή γίνεται [[κατά]] το [[καλοκαίρι]], [[θερινός]], [[καλοκαιριάτικος]] (α. «καλοκαιρινά ρούχα» β. «καλοκαιρινό [[ταξίδι]]».<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το κάναμε καλοκαιρινό» — φέραμε πλήρη [[αναστάτωση]], τά κάναμε όλα άνω [[κάτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, name of an ἐγχυματισμός, Hippiatr.129.8.
German (Pape)
[Seite 1313] ή, όν, in schöner Zeit, sommerlich, Sp.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ καλοκαιρινός, -ή, -όν) καλοκαίρι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλοκαίρι ή γίνεται κατά το καλοκαίρι, θερινός, καλοκαιριάτικος (α. «καλοκαιρινά ρούχα» β. «καλοκαιρινό ταξίδι».
2. φρ. «το κάναμε καλοκαιρινό» — φέραμε πλήρη αναστάτωση, τά κάναμε όλα άνω κάτω.